- επινίφω
- ἐπινίφω και ἐπινείφω (Α)1. καλύπτω με χιόνι2. απρόσ. επινίφειεξακολουθεί να χιονίζει.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νίφω «χιονίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπινίφῃ — ἐπινί̱φῃ , ἐπινίφω pres subj mp 2nd sg ἐπινί̱φῃ , ἐπινίφω pres ind mp 2nd sg ἐπινί̱φῃ , ἐπινίφω pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπινιφομένων — ἐπινῑφομένων , ἐπινίφω pres part mp fem gen pl ἐπινῑφομένων , ἐπινίφω pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπινίφει — ἐπινί̱φει , ἐπινίφω pres ind mp 2nd sg ἐπινί̱φει , ἐπινίφω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀπένιψα — ἀπένιψα , ἀπονίζω wash off aor ind act 1st sg ἐπένῑψα , ἐπινίφω aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπινίφοντος — ἐπινί̱φοντος , ἐπινίφω pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπινίφων — ἐπινί̱φων , ἐπινίφω pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπένιφεν — ἐπένῑφεν , ἐπινίφω imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)